Λίγο πριν την πανελλήνια πρεμιέρα του «Ανθρώπου του Θεού» στο πλαίσιο του 11ου Athens Open Air Film Festival και την κυκλοφορία του στις αίθουσες, επιστρέφουμε στην κουβέντα που είχαμε με τον Άρη Σερβετάλη ο οποίος υποδύεται τον Άγιο Νεκτάριο, τον συμπρωταγωνιστή του, Χρήστο Λούλη, και την Σέρβα σκηνοθέτιδα Γελένα Πόποβιτς.
Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα
Έπειτα από αρκετή αναμονή λόγω πανδημίας, «Ο Άνθρωπος του Θεού» («Man of God») ετοιμάζεται για την πανελλήνια πρεμιέρα του στο πλαίσιο του 11ου Athens Open Air Film Festival (24/8 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο) και ακολούθως την έξοδό του στα σινεμά στις 26 Αυγούστου.
Μια ελληνορωσική παραγωγή η οποία κεντρίζει το ενδιαφέρον για μια σειρά από λόγους, ξεκινώντας από τη συμμετοχή σε αυτή του Μίκι Ρουρκ. Μια ηχηρή προσθήκη σε ένα καστ που με εξαίρεση τον Ρώσο Αλεξάντερ Πετρόφ στελεχώνουν κατά κύριο λόγο γνωστοί Έλληνες ηθοποιοί, με τον Άρη Σερβετάλη στον πρωταγωνιστικό και δίπλα του τους Χρήστο Λούλη, Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Νικήτα Τσακίρογλου, Γιάννη Στάνκογλου και Τάνια Τρύπη. Επιπλέον, άξια λόγου είναι ασφαλώς η εμπλοκή του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, διακεκριμένου Πολωνού συνθέτη των ταινιών του Κισλόφσκι, που υπογράφει εδώ τη μουσική.
Το καλοκαίρι του 2020 το ΣΙΝΕΜΑ βρέθηκε στα γυρίσματα της ταινίας στον Φιλολογικό Όμιλο Παρνασσού στην πλατεία Καρύτση. Και μία από τις πρώτες απορίες αφορούσε στο πώς μια αγγλόφωνη παραγωγή επιλέγει να ασχοληθεί σε έναν σύγχρονο Έλληνα άγιο της ορθοδοξίας, παντελώς άγνωστο έξω από τα δικά μας σύνορα. Την απάντηση έχει η Γελένα Πόποβιτς από τη Σερβία, σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος του «Man of God», ηθοποιός που έχει ζήσει κοντά δύο δεκαετίες στο Λος Άντζελες, αντιμέτωπη εδώ με την πρώτη της αληθινά μεγάλη και μάλλον ανέλπιστη για την ίδια πρόκληση: «Ποτέ δεν περίμενα ότι θα κάνω ταινία για κάποιον άγιο. Δεν είχα θρησκευτική ανατροφή παρότι η πίστη ήταν μέρος της ζωής μου», για να συνεχίσει λέγοντας «μετά τη γέννηση του πρώτου μου γιου άρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία στο πλαίσιο μιας εσωτερικής αναζήτησης που με οδήγησε στις προγονικές μου ρίζες. Αυτό που έψαχνα το βρήκα τελικά στην ορθοδοξία. Διάβασα πολλά βιβλία για αγίους και όταν έφτασα στον Άγιο Νεκτάριο κάτι με συνεπήρε στην ιστορία του, παρόλο που μέχρι το 2021 αγνοούσα την ύπαρξή του. Υπήρχαν πράγματα σε αυτή με τα οποία μπορούσα να ταυτιστώ σε πολύ προσωπικό επίπεδο».
Ο Άρης Σερβετάλης από την άλλη έχει τη δική του διαδρομή στο σινεμά με πρωταγωνιστική παρουσία στην «Κινέττα» και τις «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου αλλά και το πρόσφατο «The Waiter» του Κρικρή. Όμως δεν σου ζητάνε κάθε μέρα να υποδυθείς έναν άγιο. Δεδομένης της αγάπης που έχει δημοσίως εκφράσει προς το Θεό και την ορθοδοξία, δεν προξενεί εντύπωση η δήλωσή του πως «νιώθω ευλογία το γεγονός ότι συμμετέχω στην παρουσίαση του βίου του Αγίου Νεκταρίου». Σε ερώτηση αν θεωρεί αυτόν τον πιο σημαντικό ρόλο στην καριέρα του, απαντά «σημαντικότερος δεν ξέρω, πάντως σίγουρα είναι ο πιο ιδιαίτερος».
Πώς προετοιμάζεται όμως κανείς για έναν τέτοιο ρόλο; Σύμφωνα με τον πρωταγωνιστή του «Ανθρώπου του Θεού», το μυστικό βρίσκεται στο «να πλησιάσεις όσο το δυνατόν πιο κοντά και ουσιαστικά στην ορθοδοξία, σε αυτό το θυσιαστικό πνεύμα που την διακρίνει», διευκρινίζοντας πως «αυτό δεν είναι κάτι το θεωρητικό, είναι πρακτικό».
Αναμφίβολα η συγκυρία που αντιμετώπισαν οι συντελεστές είναι πρωτόγνωρη εξαιτίας του κορωνοϊού και των μέτρων προστασίας, πολύ περισσότερο αν συνυπολογίσουμε τον πάγο στον οποίο αναγκάστηκαν να μπουν εξαιτίας της πανδημίας ο πολιτισμός και η κινηματογραφική δραστηριότητα πιο ειδικά. Ο 44χρονος Αθηναίος ηθοποιός χαρακτηρίζει «βάλσαμο» και «καταπραϋντικό» την παρουσία του στον «Άνθρωπο του Θεού», σημειώνοντας ως «πολύ ωραίο δώρο το να ασχοληθείς με τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου».
Ως προς τις πρωτόγνωρες συνθήκες εντός των οποίων καλούνται να δουλέψουν λόγω της πανδημίας, η σκηνοθέτις Γελένα Πόποβιτς το αντιμετωπίζει όλο αυτό ως «πρόκληση, η οποία στο μυαλό μου καταλήγει να έχει συνάφεια με την ίδια την ταινία, ακριβώς επειδή όλη η ζωή του [σ.σ. Αγίου Νεκταρίου] είχε να κάνει με εμπόδια, γεγονός που δίνει μια επιπλέον διάσταση σε αυτό που κάνουμε. Αυτό που αφηγούμαστε εδώ είναι μία ιστορία εμψυχωτικού χαρακτήρα, οπότε όσο κι αν ακούγεται παράξενο, πρέπει να πω ότι επιδίωξα να ξεκινήσουμε γυρίσματα το συντομότερο δυνατό, ακριβώς επειδή ήθελα να προσδώσουμε στην ταινία αυτή τη νέα διάσταση, δεδομένων των συνθηκών».
Ο Χρήστος Λούλης από τη μεριά του που υποδύεται τον διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής στην Αθήνα τον καιρό που ο Νεκτάριος εργαζόταν εκεί, εξηγεί πως τα γυρίσματα υπό τις παρούσες συνθήκες «ενέχουν μια διαδικασία προσαρμογής καθώς έχεις συνηθίσει τόσα χρόνια να κάνεις τη δουλειά σου αλλιώς», αν και όπως παραδέχεται «υπάρχουν στιγμές που ξεχνάμε τον κορωνοϊό».
Σε κάποιο άλλο σημείο, δεν παραλείπει να σημειώσει την έκπληξή του ως προς την πραγματοποίηση μιας τέτοιας παραγωγής: «μου κάνει εντύπωση που γίνεται μια αγγλόφωνη, διεθνής συμπαραγωγή, για έναν Έλληνα άγιο. Μου φαινόταν ότι οι ξένοι καλλιτέχνες δε θα ενδιαφέρονταν για ένα τέτοιο θέμα». Πάνω σε αυτό, η Πόποβιτς εξηγεί ότι γύρισε την ταινία στα αγγλικά «γιατί νιώθω ότι το θέμα της είναι οικουμενικό. Στην Ελλάδα γνωρίζουν τον Άγιο Νεκτάριο, το κοινό έξω δεν έχει ιδέα».
Φτάνοντας στο χώρο των γυρισμάτων μαθαίνουμε για την ιδιαίτερη ένταση που εμπεριέχει η σκηνή ανάμεσα σε εκείνον και τον Σερβετάλη η οποία γυρίζεται εκείνη τη στιγμή. Κάτι που παρακολουθούσαμε μέσα από το μόνιτορ που ήταν στημένο στο χώρο έξω ακριβώς από το πλατό, περιμένοντας το διάλειμμα για να ξεκινήσουν οι συνεντεύξεις. Αναφορικά με τον ρόλο του, ο Λούλης τον περιγράφει ως «έναν άνθρωπο του ορθού λόγου που έχει επίγνωση ότι η χώρα έχει βγει μόλις πριν από δύο γενιές από τη σκλαβιά και που πιστεύει πως είναι τώρα η ώρα να μορφωθούμε, να γίνουμε Ευρωπαίοι και να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος».
Ειδικότερα για την κόντρα του με τον Νεκτάριο, εξηγεί πως τον ανησυχεί το γεγονός ότι «η Σχολή έχει αρχίσει να περνά στα χέρια ενός ανθρώπου που θέλει να φτιάξει το εκκλησάκι, που ενθαρρύνει την επιθυμία των παιδιών να γίνουν μοναχοί, που έχει μαθητές που τον παρακολουθούν μαγνητισμένοι, που επιτρέπει να έρχονται μέχρι και κοπέλες στη Ριζάρειο παρότι πρόκειται για σχολή αρρένων». Λίγο παρακάτω προσθέτει ότι «δεν έχω και τις καλύτερες πληροφορίες για το άτομό του, επειδή τον έδιωξαν από το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας με την κατηγορία ότι έκανε ατασθαλίες ηθικής φύσεως», ένα κατηγορητήριο που τελικά είχε στηθεί από ζηλόφθονες κληρικούς οι οποίοι δεν ένιωθαν άνετα με τη δημοφιλία του τότε Μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκταρίου.
Μπορεί για τους περισσότερους να φαντάζει ξεκάθαρο το θρησκευτικό θέμα της ταινίας, άποψη που δε βρίσκει σύμφωνη ωστόσο την Γελένα Πόποβιτς. «Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου μπροστά από την εποχή του που πολέμησε το σύστημα και την αδικία. Μιλά για έναν άνθρωπο της Εκκλησίας που πολεμήθηκε από αυτή παραμένοντας ακλόνητος στην πίστη του και βοηθώντας τους άλλους», σημειώνοντας παράλληλα πως «καθένας από εμάς μπορεί να ταυτιστεί με όσα πέρασε ο Νεκτάριος στη ζωή του».
Κάπου εκεί βέβαια καιροφυλακτεί και η κλασική παγίδα όπου κάθε βιογραφία οφείλει να αποφεύγει: αυτή της αγιογραφίας. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας άγιος; Σε αυτό τον σκόπελο η Σέρβα σκηνοθέτις και σεναριογράφος αντιτείνει πως «κανείς δε μπορεί να εκδραματίσει την αγιότητα, παρά μόνο την πραγματικότητα. Μπορείς μόνο να εστιάσεις στον άνθρωπο και το τι πέρασε, για αυτό επιμένω να λέω ότι ο Νεκτάριος με ενδιαφέρει σαν άνθρωπος, όχι σαν άγιος», σημειώνοντας επίσης ότι «η αγιοσύνη ήρθε μετά, αλλά τα όσα πέρασε είναι κάτι που μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας. Η ζωή του είναι αυτή που εμπνέει». Λίγο αργότερα συμπληρώνει «η ταινία είναι για έναν άνθρωπο της Εκκλησίας, που διώχθηκε εντός της Εκκλησίας, που πολεμήθηκε από αυτή, έμεινε ακλόνητος στην πίστη του και βοήθησε τους άλλους. Όλοι μπορούν να ταυτιστούν με την ιστορία του και να βρουν την προσωπική αλήθεια τους από αυτή».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Άρης Σερβετάλης καταδεικνύοντας πως «είναι παγίδα να ξεκινάς έχοντας στο μυαλό σου την αγιότητα. Αυτό θα φανεί σιγά σιγά, μέσα από τη σύνθεση των εικόνων και τη διαδρομή της ζωής του. Εδώ το αντιμετωπίζουμε με μία απλότητα όλο αυτό, δηλαδή πώς έχουν προκύψει τα γεγονότα», καταλήγοντας πως «δεν ξέρω πώς δείχνεται η αγιότητα». Η σκηνοθέτις του «Ανθρώπου του Θεού» δίνει όμως μία επιπλέον διάσταση ως προς την οπτική της στην ταινία παρατηρώντας ότι «είναι πιο εύκολο να ταυτιστούμε με έναν καθημερινό άνθρωπο παρά με μια ταινία π.χ. για τον Χριστό. Κατά τη γνώμη μου η πιο δυνατή κινηματογραφική σκηνή με τον Χριστό στην ιστορία του σινεμά είναι στον «Μπεν Χουρ», όπου τον βλέπουμε μονάχα από πίσω, στο φόντο της ιστορίας».
Ως προς το τι κάνει κάποιον να είναι άνθρωπος του Θεού, ο Σερβετάλης εντοπίζει «αυτόν που έχει αφεθεί πλήρως στα χέρια του Θεού, έχει πίστη, έχει περιορίσει το προσωπικό του θέλω και μπαίνει σε μία άλλη κατάσταση. η μεγάλη διαφορά είναι ότι ο άνθρωπος του θεού δεν τα βάζει με τον άλλο άνθρωπο γιατί και εκείνος ακόμα είναι εικόνα του Θεού». Στο ίδιο ερώτημα ο Πόποβιτς απαντά: «εκείνος που αγαπάει τον πλησίον του, που είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί για τους άλλους, που δε φοβάται να δώσει και τη ζωή του για αυτούς».
Σε ερώτηση, τέλος, σχετικά με την προσδοκώμενη ανταπόκριση για τον «Άνθρωπο του Θεού» ο Χρήστος Λούλης περιμένει να είναι θετική, συμπληρώνοντας πως «κάποιοι θα δουν την ταινία από περιέργεια, άλλοι από πίστη», επισημαίνοντας ότι από τη στιγμή που «η Γελένα δεν έχει αιρετική ματιά και θέλει να αναδείξει την ιστορία αυτού του ανθρώπου, νομίζω πως θα έχει καλή υποδοχή από το εγχώριο κοινό που το ενδιαφέρουν αυτού του είδους οι ιστορίες».
Την Πόποβιτς πάλι δε φαίνεται να την απασχολεί αυτό όταν λέει πως «θα δούμε όταν η ταινια βγει στις αίθουσες». Δεν παραλείπει ωστόσο να δείξει εμπιστοσύνη τόσο στο όραμα όσο και στην καταπληκτική – όπως τη χαρακτηρίζει – ομάδα που έχει δίπλα της. «Νιώθω ότι δε χρειάζεται να είσαι πιστός για να σου αρέσει αυτή η ταινία. Αν αρέσει μόνο σε πιστούς, τότε θα έχω αποτύχει».
«Ο Άνθρωπος του Θεού» θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 26 Αυγούστου από την Feelgood Entertainment.